- χρυσομαλλούσα
- altın saçlı kadın
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
απανταχούσα — η 1. πατριαρχική εγκύκλιος 2. εγκύκλιος αρχιερέα ή ηγουμένου την οποία απευθύνει προς το ποίμνιο ή τους μοναχούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία του 3. επιτιμητικό έγγραφο ή επιστολή 4. αυστηρή επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχού + (κατάλ.) σα κατά τα… … Dictionary of Greek
χρυσομάλλης — α, ικο, θηλ. και χρυσομαλλού και χρυσομαλλούσα, Ν αυτός που έχει ξανθά και λαμπερά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. σγουρο μάλλης] … Dictionary of Greek
Λυκουρέσης, Τώνης — (Αθήνα 1945 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή και στη Σχολή Σταυράκου. Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1969 με τη μικρού μήκους… … Dictionary of Greek
χρυσομάλλης — ο θηλ. χρυσομάλλα και χρυσομαλλούσα και χρυσομαλλού αυτός που έχει χρυσά μαλλιά, χρυσή κόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)